-
1 βιοτεύω
βιοτεύω, leben, Pind. N. 4, 6 ῥῆμα ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει. So Plat. Phaedr. 252 d; Thuc. 1, 130; ἀπό τινος, sein Leben erhalten, von etwas leben, VLL. πορίζειν τὰ πρὸς τὸν βίον; Xen. Cyr. 3. 2, 25; αὐτόϑεν Thuc. 1, 11.
См. также в других словарях:
πορίζω — ΝΜΑ [πόρος] 1. δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι, προσπορίζω (α. «η επιχείρηση μάς επόρισε αρκετά κέρδη» β. «καὶ δύνασθαι τροφὴν ἐκ τῶν πολεμίων τοῑς στρατιώταις πορίζειν», Iσοκρ.) 2. μέσ. πορίζομαι α) συνάγω, αποκομίζω, προμηθεύομαι … Dictionary of Greek